- παρευρισκομένους
- παρευρίσκωdiscover besidespres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διώβολο — Αρχαίο νόμισμα δύο οβολών, ισοδύναμο με το 1/3 της δραχμής (1 δραχμή = 6 οβολοί). Ήταν ασημένιο και είχε βάρος 1,45 γρ. Στην Αθήνα το νόμισμα απεικόνιζε το κεφάλι της Αθηνάς, στραμμένο προς τα δεξιά στη μία του όψη, και δύο κουκουβάγιες στην άλλη … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek